εφημεριδογραφία

εφημεριδογραφία
η газетное дело, журналистика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εφημεριδογραφία" в других словарях:

  • εφημεριδογραφία — η το έργο τού εφημεριδογράφου, η δημοσιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημεριδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • εφημεριδογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφημεριδογραφία, ο δημοσιογραφικός. επίρρ... εφημεριδογραφικώς και ά με δημοσιογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημεριδογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπυρ. Ιω. Βαλέτα] …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»